σωφροσύνη

σωφροσύνη
σωφροσύνη [pron. full] [ῠ], [dialect] Dor. [suff] σωφρον-ύνα, [dialect] Ep. and poet. [full] σᾰοφροσύνη (as in Hom. and in later poetry, IG22.3632.11, 3753), ,
A soundness of mind, prudence, discretion, Od.23.13; in pl., ib.30; the common form first in Thgn.379, 701, 1138, Epich.101;

αἰδὼς σωφροσύνης πλεῖστον μετέχει Th.1.84

;

σ. λαβεῖν Id.8.64

; sanity, opp. μανία, X.Mem. 1.1.16, cf. Act.Ap.26.25.
2 moderation in sensual desires, selfcontrol, temperance, Democr.210, Ar.Nu.962 (anap.), Pl.563 (anap.), And.1.131, Pl.Phdr.237e, etc.;

σ. τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Id.Smp.196c

; σ. τὸ περὶ τὰς γυναῖκας (sc. ἔργον) Arist.Pol.1263b9, cf. EN1117b23, Pl.Phd.68c, R.430e sq., 1 Ep.Ti.2.9.
3 in a political sense, a moderate form of government, Th.8.64.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… …   Dictionary of Greek

  • σωφροσύνη — σωφρόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφροσύνῃ — σωφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφροσύνη — η 1. το να είναι κάποιος σώφρονας (συνετός, λογικός), σύνεση, φρονιμάδα. 2. κοσμιότητα, σεμνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωφροσύνηι — σωφροσύνῃ , σωφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) σωφροσύνῃ , σωφροσύνη soundness of mind fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия

  • σωφρονικός — ή, όν, Α [σώφρων, ονος] 1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός 2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν η σωφροσύνη, η φρονιμάδα. επίρρ... σωφρονικῶς Α με σωφροσύνη, με φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

  • целомудрие — целомудренный. Заимств. из цслав., ст. слав. цѣломѫдрие σωφροσύνη, цѣломѫдрьнъ σώφρων (Супр.). От целый и мудрый, по видимому, кальки греч. σωφροσύνη и σώφρων …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • БЛАГОРАЗУМИЕ — такое состояние духа, когда мы «в здравом уме» и можем подавить наплыв душевных чувств ради внутренней гармонии; у Платона благоразумие – одна из четырех осн. добродетелей (см. Кардинальные добродетели). См. также Аффект. Философский… …   Философская энциклопедия

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”